- ίστημι
- ἵστημι (ΑΜ)1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα»Ομ. Ιλ.)2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια»)μσν.(το μέσ.) ἵσταμαι1. είμαι όρθιος, στέκομαι2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι, βρίσκομαι σε κάποια θέση3. (για γυναίκα) πορνεύω, εκδίδομαι επί χρήμασιαρχ.1. τοποθετώ, παρατάσσω («πεζοὺς δ' ἐξόπισθε στῆσεν», Ομ. Ιλ.)2. κάνω κάτι ή κάποιον να σταθεί, σταματώ, αναχαιτίζω (α. «στήσαντες τὴν ἑαυτῶν φάλαγγα» — αφού έκαναν τη φάλαγγά τους να σταματήσει, Ξεν.β. «ῥοῡν στῆσαι».Πλάτ.)3. κάνω κάτι να σηκωθεί, διεγείρω, ανακινώ («κονίης ἱστᾱσιν ὁμίχλην» — σηκώνουν σύννεφο σκόνης, Ομ. Ιλ.)4. τοποθετώ, διορίζω («ἵστημι βασιλέα»)5. ορίζω, ιδρύω («ἵστημι νόμους»)6. καθιστώ, κάνω («στῆσαι δύσκηλον χθόνα» — να κάνει την κατάσταση τής χώρας ανίατη)7. ζυγίζω («ἵστημὶ τι πρός τι»)8. φρ. α) «ἵστημι τὰ ὄμματα» — προσηλώνω κάπου τα μάτια μου απλανήβ) «ἵστημι τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῑς πράγμασι» — προσηλώνω την προσοχή μουγ) «ἵστημι λόγχην...» — σηκώνω το όπλο, ετοιμάζομαι να επιτεθώδ) «ἵστημι μάχην, φύλοπιν, φυλόπιδα, ἔριν» — εγείρω πόλεμο, προκαλώ την έκρηξη πολέμου, διαμάχης κ.λπ.ε) «ἵστημι βοήν, κραυγήν» — βγάζω φωνή, φωνάζω δυνατάστ) «ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἔρχομαι» — καταφεύγω στο ζύγισμα9. (μέσ. και παθ.) ἵσταμαια) είμαι, βρίσκομαι («ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ)β) βρίσκομαι σε μια κατάσταση («ἵνα ξυμφορᾱς ἢ χρείας ἕσταμεν» — σε ποιό σημείο συμφοράς ή ανάγκης βρισκόμαστεΣοφ.)γ) κείμαι («ἵσταται κατὰ βορέαν» Θουκ.)δ) σταματώ, μένω ακίνητος («ἄγε δὴ στέωμεν»Ομ. Ιλ.)ε) παραμένω αργόςστ) μένω σταθερόςζ) (για νόμους) θέτω, ορίζωη) φρ. i) «ἵσταται» — γίνεται στάση, ξεσπάει αναταραχήii) «ἐπὶ ξυροῡ ἵσταται ἀκμῆς» — βρίσκεται στην κόψη τού ξυραφιού, η κατάσταση έχει γίνει κρίσιμηiii) «ἵσταμαι ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς» κ.λπ.συμπεριφέρομαι άδικα, σωστά, ευλαβικάiv) «ἵσταται ἡ κοιλία» — παρουσιάζεται δυσκοιλιότηταν) «ἵσταται νεῑκος, φύλοπις» κ.λπ.αρχίζει, ξεσπάει φιλονικίανί) (για χρόνο) αρχίζω (α. «ἔαρος νέου ἱσταμένου» — στην αρχή τής άνοιξηςβ. «μηνὸς ἱσταμένου» — στην αρχή τού μήνα).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *stā- «στέκομαι, στήνω». Από την απαθή βαθμίδα παράγεται απευθείας ο αόρ. β' ἔ-στη-ν που αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ινδ. a-sthā-m, ενώ με αναδιπλασιασμό παράγεται ο ενεστώς ἵ-στη-μι (< *σί-στη-μι) που στην Ελληνική είναι αθέματος (πιθ. αναλογικά προς τα τί-θη-μι, ἵ-η-μι), σε άλλες όμως γλώσσες παρουσιάζει θεματικούς τ., όπως το αρχ. ινδ. ti-sth-ati «στέκεται» και το λατ. si-st-it «σταματά, στήνει». Η μεταβατική σημασία τού ἵστημι, αν και διακρίνεται και στο λατ. sisto «στήνω», θα πρέπει μάλλον να οφείλεται σε επίδραση τού τίθημι και τού μεταβατικού σιγμόληκτου αορ. ἔ-στη-σα. Ο τελευταίος σχηματίστηκε εκ παραλλήλου προς τον ἔστην (πρβλ. ἔφυν-εφυσα) και απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο παρακμ. ἔ-στη-κ-α, αντιθέτως, είναι αμετάβατος και, αν εξαιρέσει κανείς την παρέκταση -u- που απαντά μόνο στην Ελληνική, αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. ta-sthau και στο λατ. ste-ti. Οι τ. τού πληθ. στον ενεστώτα ἵ-στᾰ-μεν, ἵ-στᾰ-τε και στον αόρ. β' ἔ-στᾰ-μεν, ἔ-στᾰ-τε εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα *stә- τής ρίζας *stā-, όπως και το ρηματικό επίθ. στă-τός που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. sthi-ta- και στο λατ. stă-tus. Το νεοελλ. στέκω / -ομαι προέρχεται από την υποτ. ἐστήκω τού παρακμ. ἔστηκα, ενώ το στήνω από τον αόρ. ἔστησα κατά το σχήμα ἁμάρτησα-ἁμαρτάνω, ἔφθασα-φθάνω. Διατηρούνται, εξάλλου, πολυάριθμα συνθ. με προθέσεις τού μέσου ἵσταμαι, πολλά από τα οποία έχουν ενεργητική σημασία (πρβλ. αφ-ίσταμαι, δι-ίσταμαι, εγ-καθ-ίσταμαι, συμπαρ-ίσταμαι κ.λπ.). Αποκλειστικά ως β' συνθετικό λέξεων εμφανίζεται το παρ. -στάτης (πρβλ. επι-στάτης, ορθο-στάτης, παρα-στάτης, προ-στάτης κ.λπ.). Άμεσα παρ. τού ρ. μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα στατήρ(ας), στάσις(-η), που διατηρούνται και σήμερα, και το αρχ. στῆμα «στήριγμα», που διατηρείται ως β' συστατικό πολλών λ. (πρβλ. ανά-στημα, διά-στημα, παρά-στημα, σύ-στημα κ.λπ.). Με το ἵστημι συνδέονται, εξάλλου, αρκετές λ., οι οποίες όμως παρουσιάζουν μεγαλύτερη μορφολογική αυτοτέλεια και εξειδικευμένη σημασία. Τέτοιες είναι οι ιστός, στάδην, στάδιον, στάδιος, σταθμός, σταμίνες, στάμνος, σταυρός, στήλη, στήμων, στοά.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικόστη Νέα Ελληνική διατηρείται μόνο η μέση φωνή) ανθίστημι, ανίστημι, αντικαθίστημι, αποκαθίστημι, αφίστημι, διίστημι, εγκαθίστημι, ενίστημι, εξανίστημι, εξίστημι, επανίστημι, καθίστημι, παρίστημι, προΐστημι, συγκαθίστημι, συμπαρίστημι, συνίστημι, υποκαθίστημι, υφίστημιαρχ.αμφίστημι, αντανίστημι, αντενίστημι, αντεφίστημι, αντιδιίστημι, αντιμεθίστημι, αντιπαρίστημι, αντιπεριίστημι, απανίστημι, αποδιίστημι, αποσυνίστημι, διανίστημι, διαπαρίστημι, διασυνίστημι, διαφίστημι, εξαφίστημι, εξυπανίστημι, επεξανίστημι, επιδιίστημι, επικαθίστημι, επίσταμαι, επισυνίστημι, εφίστημι, καταδιίστημι, καταπεριίστημι, μετανίστημι, παρακαθίστημι, παρανίστημι, παρεξίστημι, παρυφίστημι, περιανίστημι, προανίστημι, προδιασυνίστημι, προδιίστημι, προεφίστημι, προκαθίστημι, προσαφίστημι, προσδιίστημι, προσεξίστημι, προσίστημι, προσκαθίστημι, προσσυνίστημι, προσυνίστημι, συμμεθίστημι, συνανίστημι, συναποκαθίστημι, συναφίστημι, συνεξανίστημι, συνεπανίστημι, συνεφίστημι, συνυφίστημι, υπανίστημι, υπαφίστημι, υπεξίστημι, υπερκαθίστημινεοελλ.κατεξανίσταμαι, προϋφίσταμαι].
Dictionary of Greek. 2013.